- ανήμερος
- -η, -οεπίρρ. -α άγριος, ατίθασος: Μόλις το άκουσε, έγινε θεριό ανήμερο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνήμερος — not tame masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήμερος — η, ο (Α ἀνήμερος, ον) μη ημερωμένος, άγριος νεοελλ. φρ. «γίνομαι θηρίο ανήμερο» θυμώνω, οργίζομαι φοβερά αρχ. 1. άγριος, ατίθασος 2. (για τόπο) απόκρημνος, βραχώδης … Dictionary of Greek
ἀνημερωτάτων — ἀνήμερος not tame fem gen superl pl ἀνήμερος not tame masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνημερώτατα — ἀνήμερος not tame adverbial superl ἀνήμερος not tame neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνημέρως — ἀνήμερος not tame adverbial ἀνήμερος not tame masc/fem acc pl (doric) ἀ̱νημέρως , ἀνημερόω to clear of wild beasts imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνημερόω to clear of wild beasts imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήμερον — ἀνήμερος not tame masc/fem acc sg ἀνήμερος not tame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνημερωτάτοις — ἀνήμερος not tame masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνημερωτάτους — ἀνήμερος not tame masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνημερώτατος — ἀνήμερος not tame masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνημερώτερα — ἀνήμερος not tame neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)